πυργίσκος — burial vault masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πυργίσκος — ο 1. μικρός πύργος, πυργί. 2. θάλαμος του πλοίου σε ψηλή θέση, που περιστρέφεται κι απ όπου δίνονται τα στοιχεία βολής στη ναυμαχία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
καμπαναριό — Πυργίσκος εκκλησίας, στην οροφή του οποίου είναι κρεμασμένη/ες η/οι καμπάνα/ες· κωδωνοστάσιο. Ως αρχική μορφή το κ. πιθανολογείται ότι αποτελεί τη συνέχεια των αμυντικών ρωμαϊκών πύργων· ωστόσο, με την πάροδο των αιώνων απέκτησε διαφορετική… … Dictionary of Greek
πυργίσκοι — πυργίσκος burial vault masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πυργίσκοις — πυργίσκος burial vault masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πυργίσκον — πυργίσκος burial vault masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πυργίσκῳ — πυργίσκος burial vault masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πυργισκάριον — τὸ, Α (με υποκορ. σημ.) πυργίσκος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πυργίσκος + υποκορ. κατάλ. άριον (πρβλ. παιδ άριον)] … Dictionary of Greek
-ίσκος — ίσκη, ίσκον (ΑΜ ίσκος, ίσκη, ίσκον) επίθημα ουσιαστικών τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται σε ΙE * isko και απαντά κυρίως σε αρσ. και σπανιότερα σε θηλ. και ουδ. ονόματα. Το γένος τών λ. σε ίσκος ( ίσκη, ίσκον) καθορίζεται συνήθως από αυτό τών… … Dictionary of Greek
βήλον — Το παραπέτασμα που κλείνει την Ωραία Πύλη, στη χριστιανική εκκλησία. Η λέξη β. είναι βυζαντινή και προέρχεται από τη λατινική velum, που σημαίνει παραπέτασμα, αυλαία: τα β. της εκκλησίας, τα β. του θεάτρου. Έχει επίσης και την έννοια της σημαίας… … Dictionary of Greek